- ἀκρολοφίας
- ἀκρολοφίᾱς , ἀκρολοφίαmountain ridgefem acc plἀκρολοφίᾱς , ἀκρολοφίαmountain ridgefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δακρύδιο — το (Α δακρύδιον) μικρό δάκρυ νεοελλ. 1. το σημείο συναντήσεως τής πίσω δακρυϊκής ακρολοφίας και τής μετωποδακρυϊκής ραφής 2. γένος κωνοφόρων φυτών 3. γένος μυτιλιδών μαλακίων αρχ. γαλακτώδες υγρό από το φυτό σκαμμωνία το οποίο χρησίμευε ως… … Dictionary of Greek
υπερμαστία — η, Ν ιατρ. η πολυμαστία, ανωμαλία που συνίσταται στην παρουσία περισσότερο ή λιγότερο ανεπτυγμένων επικουρικών μαστών κατά μήκος τής αρχέγονης μαστικής ακρολοφίας τού εμβρύου, που εκτείνεται από τη μασχαλιαία έως τη βουβωνική χώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek